Άδειες αποβάθρες ζητιανεύουν για άτσαλες βιαστικές λασπωμένες πατημασιές...
Σε τραίνα με πιστή τήρηση της καθημερινότητας ξοδεύω το είναι μου και φοράω το πιο λυπημένο βλέμμα του κόσμου θαρρείς, μη τύχει και με δεις να χαμογελώ και πιστέψεις πως έτσι είναι η αλήθεια.
Μια μέρα τη φώναξα με τ’ονομά σου. Γύρισε την πλάτη της και έφυγε χολωμένη γιατί κατάλαβε. Κάποια πράγματα είναι να τα δέχεσαι όπως πραγματικά είναι χωρίς γιατί και κλάμματα. Χωρίς κόπο για την αλλαγή τους.
Ανυποψίαστες ψυχές φοράνε τη μορφή σου. Τις βαφτίζω τ’ ονομά σου και τους μαθαίνω πως να μιλούν, να κλαίνε, ν’ ανασαίνουν. Μέτριο με γάλα. Χωρίς ψωμί το τραπέζι μας. Μεγάλο πράγμα να ξέρεις πως ν’αντιδράσεις στις νευρικές κρίσεις του ανθρώπου σου, τελικά.
Λύπη ενός συνεχιζόμενου πανικού.
Βάφτηκαν οι κουρτίνες μου με μαύρο του καπνού, του αίματος το κόκκινο και εσύ δε λες να έρθεις. Και δε θα’ ρθεις. Τουλάχιστον όχι ακόμα και το ξέρω.
Άκαρπος σκληρός χειμώνας ρίζωσε στα χωράφια και το χιόνι του καίει ο,τι απέμεινε, μην αφήνοντας την παραμικρή ελπίδα έστω παραμόρφωσης. Αφανισμός.
Ατελείωτη περιπλάνηση άσχημων αισθήσεων στο πίσω μέρος του μυαλού.
Ασήμαντα τραγούδια στολίσανε τις νύχτες και τις μέρες μου. Δεν τ’άκουσε κανείς.
Πορείες ασταμάτητα βαρετές και μονότονες διέσχισαν τα παπούτσια μου. Επαναλαμβανόμενες. Βαρέθηκαν κι’ έλιωσαν. Αντίδραση. Μορφή αυτής. Περιθώριο επιλογής.
Βροχές και δάκρυα ένα, έτρεξαν πάνω στα χείλη μου. Τέλεια ένωση. Καμουφλάζ.
Γέρασα να ψάχνω τον ήλιο που πήρες φεύγοντας.
Αδιαφιλονίκητες ήττες και συντριβές στολίστηκαν την απουσία σου και πομπές ατελείωτες ψέλνουν τ’ονομά σου σε μια πορεία με λάβαρα και περίσσια σκοτεινιά στο γύρω.
Μέχρι το πλοίο να έφτανα μια φορά. Να μ’ έφερναν τα βηματά μου. Και μια εκδρομή να ξεκίναγα σαν τότε.
Βυθισμένοι παράδεισοι έμειναν για να ξαποσταίνουν δύτες που έχασαν το δρόμο. Ελπίδα επιστροφής καμμία.
Καταστροφικός κυκλοθιμισμός και απόγνωση.
Κλινικά νεκρός...
No comments:
Post a Comment