Έχουν ξανάρθει βράδια σαν κι’ αυτά...
Έχουν ξανάρθει...
Το περασμά τους τελειώνει πάντα στο τρίτο λάλημα του αλέκτωρ.
Πάντα...
Κι’ ύστερα φεύγουν, χάνονται και δεν αφήνουν στη φύση κανένα σημάδι που να δείχνει το περασμά τους. Κανένα...
Μόνο σε σένα που ξενυχτάς απόψε, όπως εγώ αφήνει μια πυρηνική βόμβα χιλίων μεγατόνων και σμπαραλιάζει οτι έχεις μέσα σου.
Σε λιώνει με την καυστική της ουσίας και εσύ ουρλιάζεις σιωπηλά και αδιαμαρτύρητα, σαν σκιάχτρο που το πετροβολούν περιγελώντας το μια παρέα μικρών παιδιών. Αυτοκαταστρέφεσαι... Πεθαίνεις ενώ ζεις... Ζεις ενώ πεθαίνεις...
Αναρωτιέμαι κάτι νύχτες σαν και την σημερινή, αυτή την άθλια, παρατρεχάμενη και αυτοκαταστροφική νύχτα αν με θυμάσαι. Aν με θυμάσαι, πως με θυμάσαι; Αν πάλι όχι γιατί; Έλα λοιπόν απόψε που και οι δυο συναντηθήκαμε και αφαιθήκαμε στο έλεος αυτής της νευρασθενικής νύχτας, έλα να ξανατρέξουμε στο χωράφι της παιδικής μας ξεγνοιασιάς. Έλα να κόψουμε καλάμια και να φτιάξουμε πάλι μια παραγκούλα κι’ας την ρίξει πάλι ο βοριάς.
Τι πειράζει;΄Εχει ξαναγίνει άλλωστε... Έλα να φιληθούμε αφου δεν φιληθήκαμε ποτέ τότε. Έλα...
Αγάπη μου, έλα να νιώσουμε την γεύση των καρπών που κι’ οι δυο ξεχωριστά αλλά και μαζί συνάμα, καλλιεργήσαμε με τόσο φριχτό πόνο κι’ αβάσταχτο και τόσο μόχθο.
Έλα να τρέξουμε γυμνοί κι’ ανέμελοι δίπλα στο ρυάκι, που αργότερα θα σβήσει τη δίψα μας.
...Ήρθες λοιπόν. Ναι, σ’ έφερα πάλι κοντά μου. Χαμογελάς. Αναπνέεις. Ζεις. Όλες αυτές οι σκηνές περνάν απο τα στενά δρομάκια του μυαλού μου με ταχύτητα εικοσαπλάσια απ’ αυτήν του φωτός. Τι να πρωτοθυμηθώ; Να, τώρα βρέχει λέει και εγώ περπατώ σ’ ένα δρόμο αρκέτα μεγάλο με ακριβά σπίτια γύρω-γύρω του.
Νύχτα... Οι κολλώνες αναμμένες. Πέρασα μια μισοτελειωμένη οικοδομή. Η άμμος έχει βραχεί. Τα τσιμέντα σκεπασμένα. Κρύο... Υγρασία... Τα αυτοκίνητα κάνοντας έναν διαπεραστικό ήχο ανασηκώνουν τα νερά που ξαποσταίνουν στην άσφαλτο.
Με βρέχουν. Τι σημασία έχει; Καμμία... Καμμία γιατί έρχομαι να σε βρω.
Προχωράω... Ξαφνικά ακούω το πρώτο... Μετά απο πέντε βήματα το δεύτερο...
Τρέχω... Τρέχω σαν τρελλός να σε προλάβω. Να σ’ αγκαλιάσω πριν το τρίτο λάλημα του αλέκτωρ. Να σε δω...
Στρίβω τη γωνία. Ατυχία... Το τρίτο λάλημα ακούστηκε...
Η μορφή σου άρχισε, να ξεθωριάσει. Έγινε άϋλη. Το βλέμμα σου μου λέει οτι θα ξανάρθεις με την επόμενη νύχτα, σαν και την σημερινή.
Ο ήλιος κάνει δειλά την εμφανισή του πίσω απ’ τις βρεγμένες κεραμοσκεπές. Ξημερώνει πάλι...
Ως την επόμενη αυτοκαταστροφική μου νύχτα, αντίο γλυκιά μου...
No comments:
Post a Comment